- συμπληθύνω
- συμ-πληθύω, u. συμ-πληθύνω, mit od. zugleich anfüllen, z. B. einen Fluß, ihn anschwellen machen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπληθύνω — Α 1. συντελώ στην αύξηση τής ποσότητας ενός πράγματος 2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο τού πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.) 3. παθ. συμπληθύνομαι (για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συμπεπληθυσμένοι — συμπληθύνω help to increase perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθυνθήσεται — συμπληθύνω help to increase fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθυνόμενον — συμπληθῡνόμενον , συμπληθύνω help to increase pres part mp masc acc sg συμπληθῡνόμενον , συμπληθύνω help to increase pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθύνεται — συμπληθύ̱νεται , συμπληθύνω help to increase aor subj mid 3rd sg (epic) συμπληθύ̱νεται , συμπληθύνω help to increase pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συμπληθυνομένη — συμπληθῡνομένη , συμπληθύνω help to increase pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθυνομένην — συμπληθῡνομένην , συμπληθύνω help to increase pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθυνομένου — συμπληθῡνομένου , συμπληθύνω help to increase pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθυνόμενα — συμπληθῡνόμενα , συμπληθύνω help to increase pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπληθύνειν — συμπληθύ̱νειν , συμπληθύνω help to increase pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)